- προσαρμόζω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω]1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.)2. συνεκδ. στερεώνω3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή σύμφωνο με μια δεδομένη κατάσταση (α. «πρέπει να προσαρμόσεις το ύφος τού κειμένου στο νοηματικό περιεχόμενό του» β. «πᾱν ἂν παντί τις ὄνομα πράγματι προσαρμόσειεν», Πλάτ.)νεοελλ.μέσ. προσαρμόζομαιμτφ. εθίζομαι, εξοικειώνομαι, συμμορφώνομαι («προσαρμόστηκε στις σύγχρονες απαιτήσεις τής κοινωνικής ζωής»)αρχ.1. (αμτβ.) α) προσκολλώμαιβ) συμφωνώ με κάποιον σε κάτι («τὸ προσαρμόττον ἑκάστῃ φύσει εἶδος» Πλάτ.)2. μέσ. ταιριάζω κάτι στον εαυτό μου («προσαρμόξασθαι δ' αὐτὰ ὁ νόος δύναται», Αίσ.).
Dictionary of Greek. 2013.